- τζίρος
- (I)ο, Ν1. κίνηση εμπορικών συναλλαγών, κύκλος εργασιών2. συνολικό μικτό κέρδος ορισμένης χρονικής περιόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giro < λατ. gyrus < γῦρος].————————(II)ο, Νβοτ. βλ. τσίρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζίρος — ο (λ. ιταλ.), εμπορική συναλλαγή, κύκλος εργασιών, νταραβέρι: Σήμερα είχαμε πολύ τζίρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίρος — και τζίρος, ο, ΝΜ, και τζῆρος και τζύρος Μ αποξηραμένο αρσενικό και άπαχο σκουμπρί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος άνθρωπος («έγινε τσίρος από την πείνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κηρίς «είδος ψαριού» με τσιτακισμό. Κατ άλλους … Dictionary of Greek